Η Μονή Γουβερνέτου ή Κυρία των Αγγέλων, όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται, βρίσκεται στις παρυφές ενός μικρού οροπεδίου, στα βορειοανατολικά του ακρωτηρίου Μελέχα. Άρχισε να οικοδομείται την περίοδο 1537-1548, σε υψόμετρο 260 μέτρων, από μοναστές και ασκητές που την έκτισαν πάνω σε προϋπάρχον αρχαίο ναό. Η ολοκλήρωση ωστόσο των οικοδομικών εργασιών πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Οθωμανοί.
Το συγκρότημα έχει φρουριακή αρχιτεκτονική με τέσσερεις πύργους στις γωνιές του με πολεμίστρες, από τους οποίους όμως σήμερα σώζονται μονάχα οι δύο. Έχει διαστάσεις 40 x 50 μέτρα και διαθέτει περίπου 50 κελιά σε δύο ορόφους. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Παναγία, γι’ αυτό ονομάζεται και Μονή Κυρίας των Αγγέλων. Έχει σταυροειδές σχήμα και τρούλο και διαθέτει κίονες και γλυπτό διάκοσμο σύμφωνα με τις ιταλικές επιδράσεις. Γύρω από το καθολικό της Μονής υπάρχουν τα υπόλοιπα κτίρια του συγκροτήματος, όπως η τράπεζα, το μικρό μουσείο, κ.α. Στο νεκροταφείο της Μονής βρίσκεται επίσης το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, ενώ διαθέτει άλλα δύο παρεκκλήσια, αυτό του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη και των Αγίων Δέκα, καθώς και πλήθος μικρών μετοχιών στην ευρύτερη περιοχή του Ακρωτηρίου.
Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ή Μονή παρουσίαζε μια αξιόλογη πνευματική κίνηση και το 1637 ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μοναστήρια του νησιού με πολλούς μοναχούς, μετόχια και σημαντικά περιουσιακά δεδομένα. Κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Μονή (Μπαλί Μαναστήρ – μοναστήρι του μελιού, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζαν οι Τούρκοι) αποτέλεσε έδρα του Μητροπολίτη Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η Μονή λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί έχασαν τη ζωή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1830, το Γουβερνέτο άρχισε να αναδιοργανώνεται και το 1894 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποπεράτωσης του ιερού ναού της Κυρίας των Αγγέλων και πιο συγκεκριμένα η πρόσοψη και τα δύο πλευρικά παρεκκλήσια. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί εγκατέστησαν φυλάκιο, ωστόσο η Μονή εξακολουθούσε να επιτελεί το πνευματικό και κοινωνικό της έργο, προσφέροντας στέγη και τροφή στον ντόπιο χειμαζόμενο πληθυσμό. Σήμερα η ιστορική αυτή Μονή αποτελεί σημαντικό προσκύνημα με ενεργό παρουσία στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου υπό την ευλογία της νέας αδελφότητας που εγκαταβιεί σ’ αυτήν.