ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ

Περιήγηση στα μνημεία

Ιστορική Αναδρομή > Περιήγηση στα μνημεία

Μεγάλος λαξευτός οικογενειακός τάφος στην ανασκαφή «Εμμ. Μαθιουλάκη»

Μεγάλος λαξευτός οικογενειακός τάφος που ανακαλύφθηκε κατά τις εργασίες ανοικοδόμησης οικίας ιδιοκτησίας Εμμ. Μαθιουλάκη το 1981. Ανήκει στο νεκροταφείο της ελληνιστικής Κυδωνίας (τέλη 4ου – μέσα 3ου π.Χ. αιώνα) και είναι υπόγειος. Στην είσοδο οδηγεί μακρύς δρόμος μήκους 5.80 μ. και πλάτους 1.00 μ.  με 15 σκαλοπάτια. Ο τάφος αποτελείται από ένα μακρόστενο θάλαμο, με θολωτή οροφή και επιχρισμένο με κονίαμα, όπου γύρω απ’ αυτόν υπάρχουν εννέα ταφικοί θάλαμοι με πόρτες, τέσσερεις σε κάθε πλευρά και ένας στο βάθος του θαλάμου. Πάνω από κάθε πόρτα έχουν γραφεί με κάρβουνο ή έχουν χαρακτεί επιγραφές με τα ονόματα των νεκρών.

 

Συνολικά είχαν ταφεί 15 νεκροί με κρητικά ονόματα, πέντε άνδρες, επτά γυναίκες και τρία παιδιά. Τους νεκρούς συνόδευαν κτερίσματα σύμφωνα με τα ταφικά έθιμα της εποχής, όπως λύχνοι, πήλινα αγγεία, αλάβαστρα, κάτοπτρα χρυσά κοσμήματα, παιχνίδια κ.α. Ο τάφος φανερώνει τις σχέσεις της πόλης με την ελληνιστική Αλεξάνδρεια, απ’ όπου φαίνεται ότι έλκει την καταγωγή του. Αντίστοιχοι τάφοι έχουν ανευρεθεί στις νεκροπόλεις της Φαγιούμ και της Χάντρα. Η παρουσία πολλών κιβωτιόσχημων τάφων στο χώρο της Κυδωνίας πιθανόν να υποδηλώνει την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης κοινωνικής τάξης που είχε στενές σχέσεις με την Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων.

Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής (Χρυσοπηγή)

Η Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής ή Χρυσοπηγής ιδρύθηκε στα μέσα του 16ου αιώνα από το γιατρό Ιωάννη Χαρτοφύλακα, νοτιοανατολικά της πόλης των Χανίων, σε θέση όπου λειτουργούσε παλαιότερη Μονή. Έχει σχήμα επιμήκους τετραπλεύρου, με τα κελιά των μοναχών και τους υπόλοιπους χώρους να είναι κτισμένα γύρω από τη Μονή. Το καθολικό, τρίκογχος ναός με τρούλο, είναι αφιερωμένος στην Παναγία την Ζωοδόχο Πηγή και βρίσκεται στο μέσον του κτιριακού συγκροτήματος. Η ανατολική πτέρυγα της Μονής οικοδομήθηκε μετά το 1745, ενώ ο νάρθηκας και τα δύο παρεκκλήσια του ναού αποτελούν προσθήκες του 19ου αιώνα.

 

Η πρώτη μαρτυρία για το συγκεκριμένο μοναστήρι συναντάται στα 1584 και αφορά μια επιστολή του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Μελετίου Πηγά προς τον ιερομόναχο Διονύσιο της Χρυσοπηγής, ενώ κατά τις επόμενες δεκαετίες ο Χαρτοφύλακας με επιστολές προς την ενετική διοίκηση θα ζητεί την άδεια να αφιερώσει κτήματα στη Μονή του. Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας η Μονή θα αναπτυχθεί οικονομικά, αλλά και πνευματικά, καθώς θα έρθει σε επικοινωνία με τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Κύριλλο Λούκαρη.

 

Το 1645 ο ηγούμενος της Μονής Φιλόθεος Σκούφος με 34 μοναχούς πολέμησε τους Οθωμανούς, ωστόσο η ενέργεια αυτή πιθανόν να πέρασε απαρατήρητη από τους κατακτητές, καθώς το μοναστήρι δεν καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου. Το 1654 απέκτησε σταυροπηγιακή αξία και το 1681 συνενώθηκε με τη Μονή του Αγίου Ελευθερίου. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι την επανάσταση του 1821, η Μονή θα εξακολουθεί να αναπτύσσεται οικονομικά και την περίοδο αυτή θα αποκτήσει πλείστα μετόχια με τεράστια κτήματα, ελαιώνες και αμπελώνες. Η αδελφότητα της Μονής θα λάβει μέρος στην επανάσταση και θα αναγκαστεί να την εγκαταλείψει. Τα μετόχια της θα εγκαταλειφθούν και το μοναστήρι θα καεί.

 

Οι πρώτοι μοναχοί θα επιστρέψουν το 1838, ενώ η έδρα της Μονής, η οποία είχε μεταφερθεί το 1826 στη Μονή του Αγίου Ελευθερίου, θα επιστρέψει το 1848. Από τότε θα ξεκινήσει μια περίοδος ανασυγκρότησης του μοναστηριού με την αποκατάσταση των ζημιών, αλλά και την οικοδόμηση νέων κτισμάτων. Στην επανάσταση του 1897 διέτρεξε για άλλη μια φορά σοβαρό κίνδυνο, ωστόσο το κτιριακό συγκρότημα της Μονής δεν υπέστη σοβαρές καταστροφές. Κατά τον 20ο αιώνα η Μονή άρχισε να παρακμάζει. Η τεράστια περιουσία της απαλλοτριώθηκε από το εφεδρικό ταμείο και λίγο αργότερα, το 1941, οι μοναχοί αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν, καθώς μετατράπηκε σε διοικητήριο των Γερμανών.

 

Το 1976 μετατράπηκε σε γυναικεία και αναστηλώθηκε εκ θεμελίων από τη νέα αδελφότητα, η οποία έκτοτε συνεχίζει το πλούσιο κοινωνικό και πνευματικό έργο του ιστορικού αυτού μοναστηριακού ιδρύματος.

Ιερά Μονή Κυρίας των Αγγέλων (Γουβερνέτο)

Η Μονή Γουβερνέτου ή Κυρία των Αγγέλων, όπως χαρακτηριστικά ονομάζεται, βρίσκεται στις παρυφές ενός μικρού οροπεδίου, στα βορειοανατολικά του ακρωτηρίου Μελέχα. Άρχισε να οικοδομείται την περίοδο 1537-1548, σε υψόμετρο 260 μέτρων, από μοναστές και ασκητές που την έκτισαν πάνω σε προϋπάρχον αρχαίο ναό. Η ολοκλήρωση ωστόσο των οικοδομικών εργασιών πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας, μετά από ειδική άδεια που παραχώρησαν οι Οθωμανοί.

 

Το συγκρότημα έχει  φρουριακή αρχιτεκτονική με τέσσερεις πύργους στις γωνιές του με πολεμίστρες, από τους οποίους όμως σήμερα σώζονται μονάχα οι δύο. Έχει διαστάσεις 40 x 50 μέτρα και διαθέτει περίπου 50 κελιά σε δύο ορόφους. Το καθολικό είναι αφιερωμένο στην Παναγία, γι’ αυτό ονομάζεται και Μονή Κυρίας των Αγγέλων. Έχει σταυροειδές σχήμα και τρούλο και διαθέτει κίονες και γλυπτό διάκοσμο σύμφωνα με τις ιταλικές επιδράσεις. Γύρω  από το καθολικό της Μονής  υπάρχουν τα υπόλοιπα κτίρια του συγκροτήματος, όπως η τράπεζα, το μικρό μουσείο, κ.α. Στο νεκροταφείο της Μονής βρίσκεται επίσης το παρεκκλήσι της Αγίας Παρασκευής, ενώ διαθέτει άλλα δύο παρεκκλήσια, αυτό του Αγίου Ιωάννη του Ερημίτη και των Αγίων Δέκα, καθώς και πλήθος μικρών μετοχιών στην ευρύτερη περιοχή του Ακρωτηρίου.

 

Κατά τη διάρκεια της Ενετοκρατίας ή Μονή παρουσίαζε μια αξιόλογη πνευματική κίνηση και το 1637 ήταν ένα από τα μεγαλύτερα μοναστήρια του νησιού με πολλούς μοναχούς, μετόχια και σημαντικά περιουσιακά δεδομένα. Κατά τα πρώτα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, η Μονή (Μπαλί Μαναστήρ – μοναστήρι του μελιού, όπως χαρακτηριστικά την ονόμαζαν οι Τούρκοι) αποτέλεσε έδρα του Μητροπολίτη Κρήτης. Κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 η Μονή λεηλατήθηκε και πολλοί μοναχοί έχασαν τη ζωή τους. Λίγα χρόνια αργότερα, τη δεκαετία του 1830, το Γουβερνέτο άρχισε να αναδιοργανώνεται και το 1894 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες αποπεράτωσης του ιερού ναού της Κυρίας των Αγγέλων και πιο συγκεκριμένα η πρόσοψη και τα δύο πλευρικά παρεκκλήσια. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Γερμανοί εγκατέστησαν φυλάκιο, ωστόσο η Μονή εξακολουθούσε να επιτελεί το πνευματικό και κοινωνικό της έργο, προσφέροντας στέγη και τροφή στον ντόπιο χειμαζόμενο πληθυσμό. Σήμερα η ιστορική αυτή Μονή αποτελεί σημαντικό προσκύνημα με ενεργό παρουσία στη θρησκευτική και κοινωνική ζωή του τόπου υπό την ευλογία της νέας αδελφότητας που εγκαταβιεί σ’ αυτήν.

Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων

Η Ιερά Μονή της Αγίας Τριάδας των Τζαγκαρόλων ή Μουρτάρων βρίσκεται στη χερσόνησο του Ακρωτηρίου, κοντά στο αεροδρόμιο Χανίων, στους πρόποδες της οροσειράς του Σταυρού. Επονομάστηκε «των Τζαγκαρόλων» από τους Ενετούς κτήτορες Ιερεμία και Λαυρέντιο Τζαγκαρόλους που κλήθηκαν να ανασυγκροτήσουν μια παλαιότερη μικρή Μονή που υπήρχε στον ίδιο χώρο. Ο Ιερεμίας ξεκίνησε γύρω στο 1611  να οικοδομεί ένα μεγάλο συγκρότημα, το οποίο θα συνεχίσει ο αδερφός του Λαυρέντιος μετά το θάνατό του το 1634.

 

Το συγκρότημα της Μονής είναι τετράπλευρο, περιβαλλόμενο από ισχυρή ορθογώνια οχύρωση. Στο εσωτερικό της υπάρχει πλακόστρωτη αυλή, ενώ στο κέντρο του δεσπόζει ο ναός της Αγίας Τριάδας, ο οποίος ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο του τρίκογχου με τρούλο και παρεκκλήσια στο ισόγειο και τον όροφο. Το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο ακολουθεί την Κρητική παράδοση της εποχής του, με στοιχεία λαϊκού Μπαρόκ, ενώ οι περισσότερες εικόνες του φιλοτεχνήθηκαν γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα από τον αγιογράφο Μερκούριο από τη Σαντορίνη, ο οποίος ακολουθεί τα πρότυπα της μεταβυζαντινής τεχνοτροπίας. Επίσης, στη Μονή υπάρχουν εικόνες του γνωστού αγιογράφου Εμμανουήλ Σκορδίλη.

 

Το εξωτερικό τμήμα της Μονής περιλαμβάνει ισόγειους θολοσκέπαστους χώρους επεξεργασίας και αποθήκευσης αγροτικών προϊόντων, λαδιού και κρασιού. Στο συγκρότημα υπάρχουν επίσης ένα διώροφο κοιμητηριακό συγκρότημα με το οστεοφυλάκιο στο ισόγειο και το παρεκκλήσι του Χριστού, μια μεγάλη αίθουσα τραπεζαρίας, η βιβλιοθήκη, τα κελιά των μοναχών, το νεώτερο ηγουμενείο, το οστεοφυλάκιο, μια μεγάλη δεξαμενή αποθήκευσης βρόχινου νερού, το πατητήρι, καθώς και οι στάβλοι.

 

Η είσοδος του συγκροτήματος είναι επιβλητική και σ’ αυτή οδηγεί μια μεγαλοπρεπή κλίμακα. Η πρόσοψη της Μονής είναι διαμορφωμένη με αυστηρή γεωμετρική διάταξη, με στοιχεία αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής, ωστόσο ο αρχικός της χαρακτήρας έχει αλλοιωθεί από μεταγενέστερες επεμβάσεις.

 

Το 1645 οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν τα Χανιά, με αποτέλεσμα να διακοπούν οι εργασίες εξωραϊσμού και οι οικοδομικές εργασίες που είχαν φτάσει στη βάση του μεγάλου τρούλου. Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Μονή είναι γνωστή ως Selvili Manastir (το Μοναστήρι με τα κυπαρίσσια) και το 1821 πυρπολείται από τους κατακτητές. Μετά την επανάσταση, η Μονή ανασυγκροτείται και ολοκληρώνονται οι οικοδομικές εργασίες που αφορούσαν την κατασκευή του τρούλου του καθολικού και του κωδωνοστασίου.

 

Το 1833 στους χώρους της Μονής είχε ιδρυθεί σχολείο με οικοτροφείο και από το 1892 λειτουργούσε ιερατική σχολή. Στην επανάσταση του 1897 η μονή μετατράπηκε σε νοσοκομείο και στρατηγείο, ενώ την ίδια περίοδο παρείχε άσυλο σε πολλές χριστιανικές οικογένειες. Τα επόμενα χρόνια και πιο συγκεκριμένα το 1925 και το 1952 θα απολέσει σημαντικό τμήμα της περιουσίας της προς όφελος του Εφεδρικού Ταμείου. Κατά τη διάρκεια της κατοχής υπέστη αρκετές καταστροφές από τους Γερμανούς, οι οποίοι εγκατέστησαν τη Σχολή Αντιαεροπορικού Πυροβολικού και αργότερα, το 1944, στρατό 150-200 ανδρών.

 

Σήμερα η Μονή αποτελεί ένα σπουδαίο θρησκευτικό μνημείο, αλλά και σημαντικό παράγοντα στην οικονομική ζωή του νησιού, με την καλλιέργεια, παραγωγή και εξαγωγή οικολογικών προϊόντων.

Ενετικό Λιμάνι Χανίων

Τα Χανιά κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία είχαν αρκετά ανεπτυγμένο εμπόριο και ναυτιλία. Όχι μόνον η εισαγωγή, αλλά και η εξαγωγή προϊόντων και διαφόρων ειδών ήταν αξιοσημείωτη. Ανάλογη με την κίνηση του εμπορίου ήταν και της ναυτιλίας, αν και διακινούνταν σχετικά λίγα πλοία λόγω της έλλειψης ευρέως και ασφαλούς λιμένος. Ήταν από τότε κοινά παραδεκτό το γεγονός πως ο ανοιχτός κόλπος των Χανίων, εκτεθειμένος στις καιρικές συνθήκες, δεν ήταν ιδιαίτερα κατάλληλος για λιμάνι. Μάλιστα, το φυσικό λιμάνι της Σούδας εξυπηρετούσε αρκετά ικανοποιητικά σχετικές ανάγκες. Με την κατάληψη της πόλης από τους Γενουάτες, επιβεβαιώθηκε για άλλη μια φορά η ανάγκη δημιουργίας λιμανιού κι έτσι οι τοπικές αρχές υποχρεώθηκαν να ξεκινήσουν ενέργειες για την κατασκευή του. Επί Ενετοκρατίας, το 1302, το θέμα τέθηκε στην κυβέρνηση από τον Ρέκτορα Marino Gradenigo και τελικώς δέχτηκε την πρόταση.

 

Το λιμάνι κατασκευάσθηκε για πρώτη φορά μεταξύ του 1320 και του 1356, όταν άρχισαν τα αιτήματα για επισκευές από τους φορείς της πόλης. Μεγάλο πρόβλημα ήταν το γεγονός ότι το λιμάνι ήταν ακατάλληλο και ότι η ανατολική του λεκάνη υπέφερε από τις προσχώσεις που δημιουργούσαν τα νερά της βροχής ή των υπονόμων. Τα πλοία έρχονταν κι έφευγαν σ’ ένα λιμάνι που όμως ήταν μικρό και σχετικά αβαθές και ευπρόσβλητο στους βόρειους και δυτικούς ανέμους. Έτσι, συχνά στις εκθέσεις των αξιωματούχων αναφέρονται οι εργασίες που εκτελούνται, αλλά και η ανάγκη καθαρισμού και εκβάθυνσης της ανατολικής κυρίως λεκάνης.

 

Μετά από την επανάσταση του Αγίου Τίτου το 1363/64, το λιμάνι εγκαταλείπεται και χρησιμοποιείται εκείνο του Ηρακλείου, μια και του Ρεθύμνου είχε και αυτό ανάλογα προβλήματα. Επί Ενετοκρατίας, το 1515, γίνεται αναφορά για την εκβάθυνση της λεκάνης στο χανιώτικο λιμάνι και η κατασκευή τοίχου με επάλξεις κατά μήκος του λιμενοβραχίονα, ο οποίος είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια σειρά υφάλους που έκαναν το λιμάνι απροσπέλαστο στα πλοία.

 

Αλλά το 1645 η πόλη πέφτει στα χέρια των Τούρκων μετά από πολιορκία. Όπως είναι γνωστό, η κατάκτηση της Κρήτης ολοκληρώθηκε το 1669, μετά από 25ετή πόλεμο, με την κατάληψη του Χάνδακα, το Ηράκλειο. Οι νέοι κατακτητές δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την συντήρηση του χανιώτικου λιμανιού, το οποίο αφέθηκε σε πλήρη εγκατάλειψη. Δεν έγινε καμιά επισκευή ή συντήρησή του, με την ανατολική λεκάνη του λιμένα να παραμένει ουσιαστικά άχρηστη σε όλη τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας.

 

Κατά τα χρόνια 1831-1841, η Κρήτη παραχωρήθηκε στον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή ως αντάλλαγμα των υπηρεσιών που προσέφερε στο Σουλτάνο κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821 στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Τότε αναγνωρίζεται και η αξία του λιμανιού και το πόσο μπορεί να βοηθήσει στη βελτίωση της οικονομίας του τόπου. Λέγεται ότι ο Μεχμέτ Αλή έδωσε εντολή στον Μουσταφά Πασά να καθαρίσει τη λεκάνη του λιμανιού των Χανίων, να επισκευάσει το λιμενοβραχίονα και να κατασκευάσει το Φάρο. Όντως, πραγματοποιήθηκαν επισκευές στο λιμενοβραχίονα και εκβαθύνσεις στη λεκάνη του, εργασίες που κόστισαν (το 1838) 1.146.000 γρόσια.

 

Από τα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας επεκτείνεται σταδιακά η κρηπίδωση του λιμανιού, η οποία ολοκληρώνεται τα τελευταία χρόνια. Σε παλιά έκδοση περί της πόλεως Χανίων την εποχή αυτή αναφέρεται ότι «Η πόλις έχει το πλείστον λιθοστρώτους και στενάς οδούς, μικράν πλατείαν των Μαυροβουνίων καλουμένην (πρότερον Σανδριβάνι) και πλακόστρωτον προκυμαίαν. Ο λιμήν των Χανίων είναι μικρός και σχετικώς αβαθύς δεχόμενος εν τοις ύδασιν αυτού μικράς χωρητικότητος ατμόπλοια, λίαν δε επισφαλής άτε προσβαλλόμενος υπό βορείων και δυτικών ανέμων. Εις την είσοδον αυτού αριστερά ως προς τον εισπλέοντα υπάρχει φάρος με ακίνητον λευκόν φως ορατόν εξ αποστάσεως 12 μιλίων…».

Τα Ενετικά Νεώρια

Κατά την διάρκεια της Ενετικής Κατοχής (1204-1669) η ανάγκη για πλησιέστερη παρουσία του βενετσιάνικου στόλου στην Κρήτη υποχρέωσε τη Βενετία να κατασκευάσει Νεώρια (arsenali), στα οποία επισκευάζονταν τα πλοία κατά τη διάρκεια του χειμώνα.

 

Ήδη από το 1467 δόθηκε από τη Βενετία η διαταγή για κατασκευή ενός αριθμού νεωρίων, ανά δυο για τις πόλεις Χανιά και Ρέθυμνο. Τα δύο πρώτα νεώρια στα Χανιά ολοκληρώθηκαν μόλις το 1526. Το 1593 έχουν κατασκευαστεί ήδη τα 16 νεώρια, που χρειάζονταν όμως επισκευή. Το 1599 ολοκληρώνεται το νότιο συγκρότημα με την κατασκευή και του 17ου νεωρίου. Το 1607, παράλληλα με την επέκταση του βορειοανατολικού προμαχώνα, αρχίζει η κατασκευή στο μυχό του λιμανιού προς τα ανατολικά πέντε ακόμη νεωρίων, τα οποία είναι γνωστά ως νεώρια του Moro, από το όνομα του Γενικού Προβλεπτή που το πρότεινε. Από αυτά, ολοκληρώθηκαν τα δυο και κατασκευάστηκαν οι τοίχοι μέχρι την αρχή της καμάρας του τρίτου. Αργότερα, το τρίτο αυτό νεώριο στεγάστηκε με απλή κεραμοσκεπή, η οποία κατέρρευσε από του βομβαρδισμούς του 1941.

 

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η έλλειψη συντήρησης του λιμανιού και η υποβάθμιση του ρόλου του συντέλεσαν ώστε να εγκαταλειφθεί η αρχική χρήση των νεωρίων και να μετατραπούν κυρίως σε στρατιωτικές αποθήκες. Από το μεγάλο συγκρότημα των 17 νεωρίων σταδιακά κατεδαφίστηκαν τα εννέα. Σήμερα σώζεται μια ομάδα από επτά συνεχόμενους θόλους και ένα ακόμη δυτικότερα, το Μεγάλο Αρσενάλι (σήμερα Κέντρο Αρχιτεκτονικής της Μεσογείου). Από το συγκρότημα του Moro σώζονται ακέραια τα δύο, στο μυχό του λιμανιού.

 

Στην αρχική τους μορφή τα νεώρια ήταν ανοικτά προς την πλευρά της θάλασσας, η οποία εισχωρούσε στο εσωτερικό τους έως ένα σημείο προκειμένου να είναι δυνατή η ανάσυρση των σκαφών. Ήταν θολοσκέπαστα και επικοινωνούσαν μεταξύ τους με τοξωτά ανοίγματα στο πάχος της τοιχοποιίας. Η είσοδος στα νεώρια γινόταν από δυο πύλες: μια στη νότια πλευρά του 9ου νεωρίου και άλλη μια στη δυτική του 17ου. Τα νεώρια έχουν περίπου 50 μ. μήκος, 9 μ. πλάτος και μέσο ύψος 10 μ. Στη νότια πλευρά υπάρχουν και τα μοναδικά φωτιστικά ανοίγματα – ένας στρογγυλός φεγγίτης και ανά δύο μεγάλα παράθυρα. Η κύρια είσοδος στο συγκρότημα ήταν περίπου στο μέσον, στο σημερινό τέρμα της οδού Δασκαλογιάννη, όπου σώζεται και το δυτικό μισό τμήμα μεγαλοπρεπούς πύλης.

 

Στο χώρο των νεωρίων που κατεδαφίστηκαν κατασκευάστηκε το πέτρινο κτίριο του νέου τελωνείου των Χανίων, που περιβάλλεται σήμερα  από δύο πλατείες.

Το Σαντριβάνι (πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου)

Το Σαντριβάνι ή Πλατεία Μαυροβουνίου, όπως λεγόταν επί Κρητικής Πολιτείας, (νυν πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου), αν και μικρή, ήταν η κοσμικότερη πλατεία, κέντρο συζητήσεων και συναντήσεως των Χανιωτών. Ήταν πλακόστρωτη, με καφενεία, ξενοδοχεία, λέσχες και καταστήματα πολυτελείας νεωτερισμών. Είχε πάρει το όνομά της από μια ογκώδη κρήνη, διακοσμημένη με λεοντοκεφαλές, στην οποία προσκολλήθηκαν ως υδροδόχες μαρμάρινες λάρνακες. Τμήμα της κρήνης βρίσκεται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Χανίων.

 

Στην έξοδο της σημερινής οδού Χάληδων προς το λιμάνι υπάρχει ακόμη το κτίριο του Δημαρχείου, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί επί ενετοκρατίας ως ναυαρχείο και αργότερα ως πολιτικό νοσοκομείο.

 

Από τον εξώστη κτιρίου της πλατείας ο Βενιζέλος εκφωνούσε τους πολιτικούς λόγους του και εκεί αποβιβάσθηκε η σωρός του το 1936, κατά την ημέρα της κηδείας του. Εκεί επίσης έγινε η κύρια συγκέντρωση των πολιτών κατά την κήρυξη του αντιδικτατορικού Κινήματος του 1938 εναντίον του Μεταξά.

 

Το Σαντριβάνι ήταν κλειστό από τη βορεινή πλευρά με κτίρια που καταστράφηκαν από πυρκαγιά το 1932 και έτσι άνοιξε η πλατεία προς τη θάλασσα. Υπήρχαν δυο περάσματα, ένα στενό για τους πεζούς στο βορειοδυτικό μέρος, κάτω από μια στοά που σχημάτιζαν τα κτίρια και ένα πλατύτερο, στη βορειοανατολική πλευρά, για τις άμαξες, τα κάρα και τα βιζαβί.

 

«Το Σαντριβάνι. Ποιός επήγε στην Κρήτη και δεν το έμαθε; Ποιός επήγε στα Χανιά και δεν έγινεν από τους τακτικούς του θαμώνας; Ποιός έφυγε και το ελησμόνησε; Αι Αθήναι έχουν την πλατείαν Συντάγματος, η Κωνσταντινούπολις το κέντρο του Γαλατά Σεράϊ, η Σμύρνη το Και, η Κέρκυρα την Σπιανάδαν, η Σύρος την Πλατείαν της, αι Πάτραι την πλατείαν Γεωργίου, το Παρίσι την Place de la Concorde, το Λονδίνον το Trafalgar Square, η Νέα Υόρκη το Herald Square. Τα Χανιά έχουν το Σαντριβάνι των και είναι υπερήφανα δι’ αυτό… εις την μικράν αυτήν πλακόστρωτον πλατείαν, την οποίαν περικλείουν καφενεία και καταστήματα και ξενοδοχεία και λέσχαι, ζουν χειμώνος και θέρους τα πολιτικολογούντα, τα εμπορευόμενα, τα εργαζόμενα, πολυάσχολα Χανιά. Εκεί είναι τα αριστοκρατικά ξενοδοχεία και τα εκλεκτά κέντρα. Εκεί τα Ευρωπαϊκά εδωδιμοπωλεία, τα καταστήματα πολυτελείας και νεωτερισμών, εκεί τα μικρά αλλά κομψότατα κουρεία, εκεί τέλος η κεντρική αγορά και τα πολιτικά κέντρα, προεξαρχούσης της λέσχης του Κονδυλάκι και του ιστορικού “σιμπιλχανέ”, είδους οκνηροστασίου, ανάγοντος την ύπαρξίν του εις τους παλαιούς της τουρκοκρατίας χρόνους.

 

Χειμώνα ή καλοκαίρι, αδιάφορον, το Σαντριβάνι είναι πάντοτε αειθαλές κέντρον συζητήσεων. Εκεί σχολιάζονται αι νόται των Δυνάμεων και τα άρθρα του Μπάουτσερ, αι δηλώσεις του Γκρέϋ και τα τηλεγραφήματα του Γκάλλι, το Τουρκικόν σύνταγμα και τα έργα της Εκτελεστικής. Διότι, όλα κι όλα, αλλά οι Κρητικοί και ιδίως οι Χανιώται, είναι πολιτικοί. Λέγω ιδίως οι Χανιώται διότι εις το Ρέθυμνον και το Ηράκλειον ο κόσμος είναι πρακτικώτερος και εμπορικώτερος. Αλλά εις τα Χανιά! Ειμπορείς να καθήσης από το πρωϊ μέχρι βαθείας νυκτός εις το Σαντριβάνι και να μην εξαντληθή η συζήτησις. ΄Ολη η πολιτική ιστορία της Κρήτης, με τους αγώνας, τας περιπετείας, τας χαράς και τας απογοητεύσεις της, περνά καθημερινώς εις αφηγήσεις, από τας οποίας ένας ξένος πάντοτε θα μάθη μίαν λεπτομέρειαν που δεν εγνώριζεν…».

 

Σήμερα έχει τοποθετηθεί στην πλατεία ένα σύγχρονο μαρμάρινο αναβρυτήριο.

Ο ναός του Αγίου Ρόκκου

Σώζεται σε καλή κατάσταση στη βορειοδυτική γωνία της πλατείας της Σπλάντζιας, κοντά στο ναό του Αγίου Νικολάου. Αποτελείται από δυο διαφορετικής μορφής καμαροσκέπαστα κλίτη, από τα οποία το αρχαιότερο ήταν το βόρειο, μια απλή κατασκευή χωρίς κανένα διάκοσμο.

 

Αντίθετα, το νότιο κλίτος έχει κτιστεί εξ’ ολοκλήρου από λαξευτή τοιχοποιία, σύμφωνα με τις αρχιτεκτονικές αντιλήψεις του βενετσιάνικου μανιερισμού. Πρόκειται για κτίσμα με τονισμένους αρμούς στους πεσσούς, που καταλήγει στις στενές του πλευρές σε τριγωνικό αέτωμα, χωρίς γείσο. Η κύρια δυτική όψη έχει τονισμένο τον κατακόρυφο άξονα με ένα θύρωμα, ένα ορθογώνιο πλαίσιο για επιγραφή και ένα στρογγυλό φεγγίτη.

 

Στη νότια όψη το κέντρο καταλαμβάνει θύρωμα με τριγωνικό αέτωμα και δυο μεγάλα παράθυρα. Κάτω από το γείσο υπάρχει επιγραφή : «Αφιερωμένο στον άριστο και μέγιστο Θεό και στον Θείο Ρόκκο. 1630». Η επιγραφή D(IVO) ROCCO (στο θείο Ρόκκο) υπάρχει και στην πρόσοψη. Ο ναός φαίνεται να κτίστηκε μετά από κάποια επιδημία πανώλης από την οποία, όπως είναι γνωστό, προστάτευε ο Άγιος Ρόκκος.

Φρούριο Φιρκά

Το φρούριο στη βορειοδυτική άκρη του λιμανιού, που διατηρεί το τουρκικό όνομα Φιρκά (στρατώνας), κατασκευάσθηκε για να προστατεύει την είσοδο του λιμανιού. Μια αλυσίδα από το Φιρκά μέχρι τη βάση του φάρου έκλεινε το λιμάνι σε περίπτωση πολιορκίας. Στο φρούριο ήταν η έδρα του Στρατιωτικού Διοικητή της πόλης. Εσωτερικά ο χώρος ήταν διαμορφωμένος σε στρατώνες και αποθήκες πολεμικού υλικού. Σε θύρωμα του πρώτου ορόφου υπάρχει η επιγραφή “ALOYSIUS BRACADEUS PROVISOR CYDONIAE M.DCXX”.

 

Τα κτίρια της δυτικής πτέρυγας είναι διαμορφωμένα σε δύο ορόφους με θολοσκέπαστα δωμάτια. Στο μέσο περίπου της αυλής υπάρχει μεγάλη δεξαμενή που συγκέντρωνε τα νερά από τις στέγες. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μέχρι σχετικά πρόσφατα, ο Φιρκάς χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας, αλλά και ως φυλακή. Στο γωνιακό πυργίσκο – σκοπιά του φρουρίου υψώθηκε την 1η  Δεκεμβρίου 1913 σε επίσημη τελετή η Ελληνική σημαία της Ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Παρόντες ήταν ο τότε βασιλιάς της Ελλάδας Κωνσταντίνος, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος, ο ναύαρχος Κουντουριώτης, οι επιζώντες αγωνιστές – οπλαρχηγοί των Κρητικών Επαναστάσεων και πλήθη κόσμου.

 

Η επέτειος αυτή τιμάται κάθε χρόνο με τη διοργάνωση ανάλογης επίσημης τελετής και αναρτάται συμβολικά και πάλι η Ελληνική σημαία στον ιστό του φρουρίου.

Προμαχώνας Santa Lucia

Το 1568 κατασκευάστηκε και ο ημικυκλικός προμαχώνας της Santa Lucia, του οποίου ένα μέρος σώζεται στην οδό Μίνωος. Ο προμαχώνας Santa Lucia βρίσκεται στην νοτιοανατολική γωνιά των ενετικών οχυρώσεων. Το τμήμα της Cortina ανατολικά της Piatta Forma καταλήγει στον καρδιόσχημο αυτό προμαχώνα, που πήρε το όνομα του από την ορθόδοξη εκκλησία της Αγίας Φωτεινής (Lucia), που βρισκόνταν στη σημερινή οδό Μίνωος.

 

Το τμήμα αυτό των οχυρώσεων καταχώθηκε τη δεκαετία του 1930 κάτω από την οδό Νικηφόρου Φωκά, ή στο μεγάλο οικόπεδο μεταξύ των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου, Κύπρου και Νικηφόρου Φωκά. Ο προμαχώνας κάλυπτε το ανατολικό μέρος της νότιας πλευράς και το νότιο της ανατολικής πλευράς των οχυρώσεων, σε ανταπόκριση με τους προμαχώνες Piatta Forma και Sabbionara αντίστοιχα.

 

Ένα τμήμα της ανατολικής πλευράς του προμαχώνα παρέμενε ορατό έως πρόσφατα. Μετά την παρέμβαση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, άρχισε η αποκάλυψη του προμαχώνα, προκειμένου να προχωρήσει η ανάδειξη του.

Προμαχώνας Piatta Forma

Ο προμαχώνας Piatta Forma είχε κτισθεί στο μέσο της νότιας πλευράς των ενετικών οχυρώσεων. Βρισκόταν σε ανταπόκριση προς τα ανατολικά με τον προμαχώνα της Santa Lucia και δυτικά με τον προμαχώνα του Αγίου Δημητρίου, ενώ παράλληλα προστάτευε και την κεντρική πύλη της πόλης, την Porta Retimiotta (ρεθεμνιώτικη πύλη). Είχε ορθογώνιο σχήμα και προεξείχε μέσα στην τάφρο.

 

Στις δυο πλευρές του είχαν κατασκευασθεί δυο υψηλοί επιπρομαχώνες κτισμένοι με ισχυρή τοιχοποιία. Ο ανατολικός επιπρομαχώνας ονομαζόταν Santa Maria, από τη Μονή της Santa Maria della Missericordia στην οδό Χατζή Μιχάλη Νταλιάνη, και ο δυτικός San Giovanni, από το όνομα κάποιου άλλου ναού που βρισκόταν πλησίον αυτού.

 

Κατά τη διάρκεια της Κρητικής Πολιτείας οι ανάγκες ενοποίησης της παλιάς και της νέας πόλης οδήγησε στην απόφαση κατεδάφισης του συγκεκριμένου προμαχώνα. Η κατεδάφισή του αποφασίστηκε το 1903 και άρχισε να εκτελείται το 1908 για την ανέγερση της Δημοτικής Αγοράς. Η τάφρος επιχωματώθηκε και οι πέτρες, με τις οποίες είχε κατασκευαστεί το περίβλημα των επιπρομαχώνων, χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση του κτιρίου. Τελικώς, η κατασκευή της Αγοράς ξεκίνησε το 1911 και τα εγκαίνια έγιναν από τον πρωθυπουργό Ελευθέριο Βενιζέλο στις 4 Δεκεμβρίου 1913.

Πύλη και Προμαχώνας Sabbionara

Από τον προμαχώνα της Santa Lucia, το τείχος στρέφεται βόρεια, προς τη θάλασσα, όπου υπάρχει η μοναδική σωζόμενη σήμερα πύλη των ενετικών τειχών, η Porta Sabbionara = Πύλη της Άμμου, η οποία έδωσε την Τουρκική ονομασία της Kum Kapisi (Κουμ -Καπί), στην ανατολική περιοχή της πόλης, εξωτερικά των τειχών. Η ενετική Πύλη, διατηρείται σε αρκετά καλή κατάσταση, τροποποιημένη ως προς την ανατολική και βόρεια όψη της, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας.

 

Μετά τις εργασίες αποκατάστασης, χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος από το Δήμο Χανίων. Πάνω από τη νότια πλευρά της Πύλης, διατηρείται τμήμα του ομωνύμου επιπρομαχώναSabbionara.

 

Απέναντι από την Πύλη της Άμμου, υπάρχει ο προμαχώνας Mocenigo, κτισμένος μέσα στη θάλασσα, στο oreccione του οποίου υπάρχουν εντοιχισμένα, ο φτερωτός λέοντας του Αγίου Μάρκου σε μετάλλιο, τέσσερα οικόσημα και η χρονολογία 1591. Στον προμαχώνα αυτό, υπήρχε το κτίριο της Σχολής της Κρητικής Χωροφυλακής, την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, το οποίο σήμερα έχει κατεδαφιστεί.

Προμαχώνας Lando ή Schiavo ή Αγίου Δημητρίου

Ο προμαχώνας αυτός καλύπτει τη νοτιοδυτική γωνία των ενετικών οχυρώσεων και πήρε το όνομα του από την ομώνυμη ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Δημητρίου που υπήρχε στην περιοχή «Κρύο Βρυσάλι». Ο ομώνυμος κυκλικός επιπρομαχώνας διατηρείται εξολοκλήρου με αρκετές ανακατασκευές, στην κορυφή του οποίου αποκαλύφθηκε μετά από ανασκαφική έρευνα το parapetto και οι κανονιοθυρίδες. Η αρμόδια Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πραγματοποίησε την αποκατάσταση του επιπρομαχώνα.

Προμαχώνας San Salvatore

Ο Προμαχώνας San Salvatore βρίσκεται στη βορειοδυτική γωνία των ενετικών οχυρώσεων. Σε επαφή με το Φιρκά, σώζεται το μισό περίπου ενός κυκλικού πύργου από την αρχική οχύρωση του λιμανιού, που κατασκευάστηκε από τους Γενοβέζους στις αρχές του 13ου αιώνα.

 

Ο πύργος ενσωματώθηκε στις μεταγενέστερες οχυρώσεις. Στη συνέχεια του πύργου υπάρχει ο ναός και η Μονή San Salvatore που έδωσε και το όνομα στο τμήμα αυτό των οχυρώσεων. Επάνω από τον προμαχώνα υπάρχει ο ομώνυμος τετράπλευρος επιπρομαχώνας που κάλυπτε μαζί με το Φρούριο Φιρκά την περιοχή της θάλασσας και ένα τμήμα της δυτικής πλευράς των οχυρώσεων.

Ο προμαχώνας του Αγίου Νικολάου του Μώλου

Ο λιμενοβραχίονας είναι θεμελιωμένος πάνω σε μια σειρά από υφάλους που έκαναν το λιμάνι απροσπέλαστο στα πλοία. Στο κέντρο περίπου του λιμενοβραχίονα σχηματίζεται γωνία, διαμορφωμένη στον προμαχώνα του Αγίου Νικολάου του Μώλου.

 

Ο προμαχώνας κάλυπτε τη μεγάλη απόσταση μέχρι την είσοδο του λιμανιού, την οποία και προστάτευε σε συνδυασμό με το Φρούριο Φιρκά. Πήρε το όνομα του από τον μονόχωρο ναό του Αγίου Νικολάου του Μώλου, που υπάρχει εκεί κάτω από τις επιχώσεις. Ένα μεγάλο τμήμα του προμαχώνα κατεδαφίστηκε πριν από μερικές δεκαετίες.